- σφιχτοχεριά
- η, Ν [σφιχτοχέρης]η ιδιότητα τού σφιχτοχέρη, τσιγγουνιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναδοσιά — αναδοσιά, η και ανεδοσιά, η 1. οσμή, υγρασία: Το δωμάτιο αυτό έχει μια αναδοσιά μούχλας. 2. τσιγκουνιά, σφιχτοχεριά: Στο χωριό είχαν να κάνουν με την αναδοσιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξηνταβελονιά — η υπερβολική φιλαργυρία, παθολογική τσιγκουνιά, σφιχτοχεριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φειδώ — η ώς, η κατανάλωση ή η διάθεση ενός πράγματος με μέτρο και περίσκεψη, η οικονομία, η φειδωλία, η σφιχτοχεριά, η τσιγκουνιά: Στην Κατοχή μοίραζαν τρόφιμα με μεγάλη φειδώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)